χουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από
την “E-Day”, την 7η Νοεμβρίου του 2006, όταν το κοινό είδε για πρώτη
φορά αυτό που η Epic Games -δημιουργός της σειράς Unreal- κατάφερε να
ετοιμάσει για το, τότε νέο, Xbox 360. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια η
Epic κατάφερε να θέσει καινούργια δεδομένα στο μέσο και, για πολλούς, να
δημιουργήσει μια ολόκληρη νέα υπό-κατηγορία παιχνιδιών, αυτή των
cover-based/ third person shooters. Για τη σειρά Gears of War και τη
σημασία της για τη βιομηχανία δεν υπάρχουν και πολλά που θα μπορούσαν να
γραφτούν στο παρόν κείμενο και δεν έχουν καλυφθεί από εκατοντάδες
άρθρα, συνεντεύξεις, εκπομπές και κάθε λογής επικοινωνία.
Το βέβαιο είναι ότι τέσσερα χρόνια μετά
το εγχείρημα του Cliff Blezinski και της παρέας του, το εν λόγω
franchise παραμένει φρέσκο, ισχυρό και σημαντικό όπως ήταν τότε, πίσω
στο 2006. Η πρώτη τριλογία Gears of War λοιπόν, η “τριλογία του Marcus
Fenix” όπως η ίδια η Epic αρέσκεται στο να την χαρακτηρίζει, κλείνει όσο
εντυπωσιακά, στιβαρά και μεστά ξεκίνησε το 2006, προσφέροντας μια
εμπειρία πραγματικά απαράμιλλη.
“The Cole train is on”: CampaignΤο
Gears of War 3 ξεκινά δύο χρόνια μετά το τέλος του προηγούμενου τίτλου
και σε έναν κόσμο που είναι πια πολύ διαφορετικός. Μπορεί ο Marcus Fenix
και η Delta Squad να κατάφεραν να πλημμυρίσουν την πόλη των Locust στο
Gears 2, αλλά η απειλή δεν αντιμετωπίστηκε. Αντιθέτως, οι Locust
ξεπήδησαν πια από τα λαγούμια τους, όχι μόνο διότι το άντρο τους
καταστράφηκε, αλλά και γιατί η απειλή των Lambent, μιας παράξενης μορφής
ζωής που τους μεταμορφώνει σε -πιο αποτρόπαια από όσο ήδη είναι-
τέρατα, είναι πλέον μεγαλύτερη από ποτέ.
Ένα σύντομο video μέσα από το κεντρικό μενού του τίτλου δίνει τη
δυνατότητα σε όσους έχουν παίξει τα δύο παρελθόντα παιχνίδια της σειράς
να φρεσκάρουν λίγο τη μνήμη τους σε ό,τι αφορά τα γεγονότα που έλαβαν
χώρα στον Sera, αναφέροντας παράλληλα ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται πια
στο χείλος της καταστροφής, αφού οι Lambent καταστρέφουν τα πάντα στο
πέρασμά τους -μαζί και τους Locust (οι όποιοι συσχετισμοί με το
φαινόμενο Flood της σειράς Halo γίνουν σε αυτό το σημείο, δεν θα είναι
αίολοι...).
Προς αποφυγή spoilers,
περαιτέρω στην ιστορία του τρίτου επεισοδίου δεν θα αναφερθούμε. Αυτό
όμως που πρέπει να ειπωθεί προς όποιον δεν έχει δει ακόμα το παιχνίδι
της Epic, είναι το γεγονός ότι για μια ακόμα φορά έχουμε να κάνουμε με
μια καλογραμμένη ιστορία, που βρίθει από προσωπικότητα παρόλο που η
θεματολογία της είναι ιδιαιτέρως τετριμμένη. Πλέον, ο Sera έχει αλλάξει,
βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που έχει χάσει το κλίμα “Παγκόσμιου Πολέμου”,
ένα κλίμα που ήταν έντονο στα δύο πρώτα παιχνίδια, και έχουμε περάσει
σε ένα μετά-αποκαλυψιακό τοπίο, σε έναν κόσμο όπου θυμίζει τον κόσμο της
κινηματογραφικής σειράς Mad Max.
Η ανθρωπότητα ζει πια μέσα στην ανέχεια και τα συντρίμμια, όπου
λιγοστοί -σχεδόν νομάδες- προσπαθούν να βρουν τροφή καύσιμα και
πυρομαχικά μέσα στα χαλάσματα. Οι ελάχιστοι θύλακες πολιτισμού και
αντίστασης που υπάρχουν, μεταξύ αυτών και το τεράστιο πλοίο/ βάση της
Delta Squad, όπου ξεκινά και η περιπέτειά μας, δεν κάνουν τίποτα
περισσότερο από το να εντείνουν την αίσθηση του χαμού και της
απελπισίας. Με τον ίδιο τρόπο είναι γραμμένοι NPCs και πρωταγωνιστές.
Ο Marcus και o Dom είναι κυνικοί, βαθύτατα επηρεασμένοι από το χαμό των
αγαπημένων προσώπων τους, ο Cole αν και βρίθει έξυπνων... ατακών και
καλής διάθεσης, επισκέπτεται ένα σημείο που επαναφέρει στο μυαλό του
άλλες, χρυσές εποχές και έτσι ζει και αυτός ένα προσωπικό δράμα. Οι δύο
νέες φιγούρες στην ιστορία (θηλυκές και οι δύο), οι Anya και Sam, δεν
έχουν απλώς ρόλο “eye-candy” για τους πεινασμένους για σεξ κουρελήδες
της Sera. Η παρουσία τους έχει λόγο και συσχετίζεται άμεσα με τους
“παλιούς”. Όσο για τον πολυαγαπημένο Carmine, αυτός πραγματικά συνεχίζει
να ζει στον κόσμο του...
Εν ολίγοις, η περιπέτεια της Delta Squad στα δύο 24ωρα που διαρκεί
(σε χρόνο σεναρίου) και στις περίπου 10 ώρες πραγματικού χρόνου των
πέντε Acts, κλείνει όποιες “τρύπες” είχαν δημιουργηθεί στα προηγούμενα
δύο επεισόδια και ικανοποιεί από τη γραφή της, καταρρίπτοντας εν μέρει
την αισθητική του “Space Marine που ήρθε για να κλωτσήσει και να
δείρει”, έχοντας μέσα αρκετά στοιχεία συναισθήματος.